-
1 περικλαω
1) переламывать(τὸ ξίφος τῷ κράνει Plut.)
περικεκλασμένῳ σχήματι Plut. — в преломленном виде2) изгибатьοἱ τοῖς σώμασι περικλώμενοι Arst. — (люди) с согбенным телом
3) поворачивать, обращать, отклонять(τινα ἐπί τι Plut.)
π. τέν δύναμιν ἐπὴ δόρυ Polyb. — поворачивать войско направо4) делать неровнымτόποι περικεκλασμένοι Polyb. — пересеченные местности;
πόλεις περικεκλασμέναι Polyb. — города, построенные на холмистой местности
См. также в других словарях:
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek